υποδιευθυντής

υποδιευθυντής
ο, θηλ. υποδιευθύντρια, Ν
1. υπάλληλος υπηρεσίας ο οποίος έχει βαθμό αμέσως κατώτερο από τού διευθυντή, τον οποίο και αναπληρώνει
2. προϊστάμενος υποδιεύθυνσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + διευθυντής. Το αρσ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες, ενώ το θηλ. από το 1863 στον Λ. Μελά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υποδιευθυντής — ο θηλ. ύντρια 1. υπάλληλος σε υπηρεσία, που σε αρμοδιότητες έρχεται αμέσως μετά το διευθυντή, τον οποίο αναπληρώνει στα καθήκοντά του: Ο υποδιευθυντής του γυμνασίου. 2. ο προϊστάμενος υποδιεύθυνσης (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Police rank — Lists of the ranks of various police agencies and forces all around the World: Contents 1 Australia 2 Belgium 3 Brazil 4 Canada 5 …   Wikipedia

  • Cities Police — Astynomia Poleon Αστυνομία Πόλεων Cities Police badge, 1974–1984 …   Wikipedia

  • αρίσταρχος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τραγικός ποιητής από την Τεγέα (τέλη 6ου – τέλη 5ου αι. π.Χ.). Ήταν σύγχρονος αλλά μεγαλύτερος στην ηλικία από τον Ευριπίδη. Κατά τη Σούδα πήρε μέρος σε δραματικούς αγώνες για πρώτη φορά το 454 π.Χ., έγραψε 70… …   Dictionary of Greek

  • ειρηναίος — I (1ος αι. μ.Χ.). Αλεξανδρινός γραμματικός, γνωστός και με το λατινικό όνομα Minucius Pacatus. Μαθήτευσε κοντά στον Ηλιόδωρο τον μετρικό και, όπως προκύπτει από το λατινικό όνομά του, είναι πιθανό ότι δίδαξε για ένα διάστημα και στη Ρώμη. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

  • θεόκλητος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Θ. ο μάρτυς. Λέγεται ότι ήταν εκείνος που έδωσε στην αγία Φωτεινή τη Σαμαρείτιδα δηλητήριο από το οποίο πέθανε. Μεταμελήθηκε όμως για την πράξη του και ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Για τη μεταστροφή… …   Dictionary of Greek

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • υποβιβλιοθηκοφύλαξ — ὁ, Α υποδιευθυντής βιβλιοθήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βιβλιοθήκη + φύλαξ] …   Dictionary of Greek

  • υποπράκτορας — ο / ὑποπράκτωρ, ορος, ΝΜ νεοελλ. 1. διευθυντής υποπρακτορείου 2. υποδιευθυντής πρακτορείου μσν. αυτός που τελεί υπό τον πράκτορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πράκτωρ, ορος] …   Dictionary of Greek

  • υποτελώνης — ο, Ν 1. υποδιευθυντής τελωνείου 2. διευθυντής υποτελωνείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + τελώνης. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”