υποδιευθυντής — ο θηλ. ύντρια 1. υπάλληλος σε υπηρεσία, που σε αρμοδιότητες έρχεται αμέσως μετά το διευθυντή, τον οποίο αναπληρώνει στα καθήκοντά του: Ο υποδιευθυντής του γυμνασίου. 2. ο προϊστάμενος υποδιεύθυνσης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Police rank — Lists of the ranks of various police agencies and forces all around the World: Contents 1 Australia 2 Belgium 3 Brazil 4 Canada 5 … Wikipedia
Cities Police — Astynomia Poleon Αστυνομία Πόλεων Cities Police badge, 1974–1984 … Wikipedia
αρίσταρχος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τραγικός ποιητής από την Τεγέα (τέλη 6ου – τέλη 5ου αι. π.Χ.). Ήταν σύγχρονος αλλά μεγαλύτερος στην ηλικία από τον Ευριπίδη. Κατά τη Σούδα πήρε μέρος σε δραματικούς αγώνες για πρώτη φορά το 454 π.Χ., έγραψε 70… … Dictionary of Greek
ειρηναίος — I (1ος αι. μ.Χ.). Αλεξανδρινός γραμματικός, γνωστός και με το λατινικό όνομα Minucius Pacatus. Μαθήτευσε κοντά στον Ηλιόδωρο τον μετρικό και, όπως προκύπτει από το λατινικό όνομά του, είναι πιθανό ότι δίδαξε για ένα διάστημα και στη Ρώμη. Έγραψε… … Dictionary of Greek
θεόκλητος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Θ. ο μάρτυς. Λέγεται ότι ήταν εκείνος που έδωσε στην αγία Φωτεινή τη Σαμαρείτιδα δηλητήριο από το οποίο πέθανε. Μεταμελήθηκε όμως για την πράξη του και ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Για τη μεταστροφή… … Dictionary of Greek
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek
υποβιβλιοθηκοφύλαξ — ὁ, Α υποδιευθυντής βιβλιοθήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βιβλιοθήκη + φύλαξ] … Dictionary of Greek
υποπράκτορας — ο / ὑποπράκτωρ, ορος, ΝΜ νεοελλ. 1. διευθυντής υποπρακτορείου 2. υποδιευθυντής πρακτορείου μσν. αυτός που τελεί υπό τον πράκτορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πράκτωρ, ορος] … Dictionary of Greek
υποτελώνης — ο, Ν 1. υποδιευθυντής τελωνείου 2. διευθυντής υποτελωνείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + τελώνης. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] … Dictionary of Greek